κτίδεος

κτίδεος
κτίδεος [ῐ], α, ον (from ἰκτίς: [full] κτίς only in Hsch.
A s.v. κτιδέα), for ἰκτίδεος (which is not in use), of a marten, κτιδέη κυνέη marten-skin helmet, Il.10.335,458.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτίδεος — κτίδεος, έη, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τού ζώου ίκτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἴκτις] …   Dictionary of Greek

  • κτιδέη — κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέην — κτίδεος of a marten fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέα — κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc/acc dual κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέας — κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem acc pl κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκτις — ἴκτις, ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος*. Από τη λ. ἴκτις, ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση τού αρκτικού ι , που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • κτιδέαν — κτιδέᾱν , κτίδεος of a marten fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”